Τελικά δεν ήταν μια βόλτα στο πάρκο
Από τον Χρίστο Τζάγκα για το 100Plus, ως φοιτητή του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ένα μήνα πριν τις βρετανικές εκλογές κανείς δεν θα μπορούσε εύκολα να υποθέσει ότι οι Συντηρητικοί θα έβγαιναν αποδυναμωμένοι από την διαδικασία αυτή και οι Εργατικοί ισχυρότεροι και από όσο οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν. Σίγουρα, λίγοι, αν όχι κανένας, θα μπορούσε να σκεφτεί το σενάριο η νυν πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι να επιδιώξει συμφωνία με το κοινωνικά, αρκετά, συντηρητικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση. Και, όμως, στην Βρετανία του 2017 τελικά όλα μπορούν να συμβούν. Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε πως καταλήξαμε σε αυτό το σημείο.
Καταρχάς, όταν στις αρχές Μαΐου η Τερέζα Μέι προκηρρύσει πρόωρες εκλογές είχε αιφνιδιάσει το πολιτικό σύστημα της χώρας και ιδιαίτερα το αντίπαλο δέος, τους Εργατικούς, οι οποίοι πρόσφατα έβγαιναν από εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και ο ηγέτης του κόμματος, Τζέρεμι Κόρμπυν, αν μη τι άλλο, δεν είχε εξασφαλισμένη την θέση του με τα βέλη «εκ των έσω» να συνεχίζονται. Παράλληλα, η πρωθυπουργός Μέι επεδίωκε μεγαλύτερη πλειοψηφία, σε σχέση με αυτήν που είχε ο προκάτοχός της Ντέιβιντ Κάμερον, έτσι ώστε να αποκτήσει κύρος η ίδια αλλά και μια μεγάλη νομιμοποίηση η πολιτική της.
Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτούσε ισχυρά διαπραγματευτικά όπλα κατά τις συνομιλίες για το Brexit, και μάλιστα ένα σκληρό Brexit όπως επιθυμούσε η ίδια, ειδικότερα σε μια περίοδο όπου το άρθρο 50, για την αποχώρηση μιας χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ήδη ενεργοποιηθεί, και σε μια διετία έπρεπε να είχαν τελειώσει οι διαδικασίες όποτε ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ενώ, λοιπόν, είχε ισχυρά κίνητρα για να ενδυναμώσει την θέση της στον πρωθυπουργικό θώκο, εντούτοις, ακολούθησε μια προεκλογική εκστρατεία που σίγουρα αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή και προκαλεί εντύπωση το πως έφτασε σε αυτό το αποτέλεσμα η ίδια και το κόμμα της όταν μόλις λίγες εβδομάδες πριν είχαν τους καλύτερους οιωνούς για μια άνετη νίκη. Αρχικά, η αρχηγός των Συντηρητικών μετέτρεψε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία σε προσωπική υπόθεση καθώς πολλές φορές στους λόγους της ανέφερε τα πράγματα που ήταν διατεθειμένη να κάνει αυτή αλλά και πολλές προσωπικές αναφορές στην ίδια ενώ το κόμμα της έμενε συχνά έξω από τις ομιλίες ή συνεντεύξεις της.
Επιπροσθέτως, πραγματοποίησε μια γκάφα αναφορικά με την τρίτη ηλικία και τον λεγόμενο «φόρο άνοιας», δηλαδή υποστήριζε ότι τα άτομα της τρίτης ηλικίας που έχουν πάνω απο 100.000 λίρες να φροντίσουν οι ίδιοι για την περίθαλψή τους, ενώ παράλληλα φάνηκε αρκετά ανασφαλής ακόμα και στο θέμα της ασφάλειας όπου εκεί τουλάχιστον θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί και την συσπείρωση του κόσμου ειδικά μετά και τα τρομοκρατικά χτυπήματα που έλαβαν χώρα στην Βρετανία λίγο πριν τις εκλογές.
Βέβαια, απέναντί της είχε και ένα άτομο που κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονταν. Συγκεκριμένα, ο ηγέτης των Εργατικών έσπευσε να διαμηνύσει ότι, σεβόμενος την εντολή του βρετανικού λαού για το Brexit (και ο ίδιος καταβάθος αυτό επιθυμούσε), θα επεδίωκε εφόσον εκλεγεί ένα αρκετά πιο ήπιο Brexit ανταποκρινόμενος με αυτόν τον τρόπο σε σημαντική μερίδα του πληθυσμού που δεν επιθυμούσε να χαθούν όλα τα προνόμια από την επαφή με την Ευρώπη και ιδιαίτερα στους νέους τους οποίους κατάφερε και συσπείρωσε με αποτέλεσμα να ανέβουν αρκετά τα ποσοστά των Εργατικών σε αυτούς.
Επίσης, μέσα από την ρητορική του επανέφερε το κόμμα του σε πολιτικές οι οποίες, επί Τόνι Μπλέρ και Γκόρντον Μπράουν είχαν εγκαταλειφθεί, όπως ήταν κατάργηση διδάκτρων στα Πανεπιστήμια, η ενίσχυση του ανίστοιχου Εθνικού Συστήματος Υγείας και η επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, πολιτικές που επανέφεραν αρκετούς ψηφοφόρους στο κόμμα οι οποίοι είχαν παλαιότερα αποστασιοποιηθεί από την φιλελεύθερη στροφή που πήρε το ίδιο.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την εμφανή επιτυχία των Εργατικών στις εκλογές ο ίδιος ο Κόρμπυν δεν μπορεί να αξιώσει την πρωθυπουργία με οποιονδήποτε σχηματισμό κομμάτων, δεδομένου ότι ποτέ δεν πρόκειτα να υπάρξει συνεργασία με τους Συντηρητικούς πόσο μάλλον να αναλάβει και ο ίδιος αυτήν την θέση σε μια τέτοια απίθανη συνεργασία. Ταυτόχρονα, βέβαια, ο ίδιος πιστεύει ότι στα τέλη του ίδιου χρόνου ή το 2018 θα ξαναγίνουν εκλογές αλλά σε κάθε περίπτωση ο ίδιος το ξέρει πολύ καλά ότι προς το παρόν θα είναι εκ νέου στην αντιπολίτευση αλλά με δύο σημαντικές διαφορές σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.
Πρώτον, είναι αρκετά πιο ενισχυμένος και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση όσον αφορά την παρουσία του στο κόμμα αλλά και στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Δεύτερον, ξέρει ότι πλέον η Μέι, έχοντας μετά τα αποτελέσματα αυτά εσωκομματικές αμφισβητήσεις, είναι αρκετά αποδυναμωμένη και επιρρεπής στο να κάνει λαθη ειδικά αφού η ίδια απέδειξε περίτρανα ότι κάνει σημαντικά λάθη όταν κρατά την τύχη στα χέρια της πόσο μάλλον όταν βρίσκεται υπό πίεση.
Το πιο πιθανό είναι να έχουμε κυβέρνηση Συντηρητικών με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας τις επόμενες ημέρες αλλά σίγουρα θα έχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε το πως θα κινηθεί αυτή η κυβέρνηση όταν ειδικά υπάρχει ένας ανταγωνισμός, πλέον, έντονος με το αντίπαλο δέος και μια ηγεσία της χώρας που δεν δείχνει να πατά σταθερά στα πόδια της. Πάντως, το φαινομενικά εύκολο αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο.
{Ο Χρίστος Τζάγκας είναι φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη – κατοικεί στην Θεσσαλονίκη.
Συντονιστής – αρθρογράφος στο Παρατηρητήριο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων του τμήματος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.}.
Πηγή: 100Plus